- πειρητήριον
- πειρατήριονtrialneut nom/voc/acc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειρατήριον — τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α μσν. βασανισμός, βασανιστήριο αρχ. 1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής 2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή 3. πειρασμός, παραπλάνηση 4. ορμητήριο πειρατών 5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… … Dictionary of Greek